- Θουκυδίδης
- οαρχαίος Aθηναίος ιστορικός (5ος αι. π.X.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Θουκυδίδης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θουκυδίδης — (Αλιμούς, Αττική 460; – 400; π.Χ.). Αθηναίος ιστορικός και στρατηγός του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο πατέρας του, Όλορος, πιθανολογείται ότι ήταν απόγονος του ομώνυμου βασιλιά της Θράκης. Σε νεαρή ηλικία ο Θ. δέχτηκε την επίδραση της φιλοσοφίας… … Dictionary of Greek
Фукидид — (Θουκυδίδης) сын Олора, из аттического дема Галимунта, величайший греческий историк. Год рождения его в точности неизвестен. Если основываться на свидетельстве писательницы Памфилы, он родился около 470 г. до Р. Х.; из слов же его биографа… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Фукидид, историк — (Θουκυδίδης) сын Олора, из аттического дема Галимунта, величайший греческий историк. Год рождения его в точности неизвестен. Если основываться на свидетельстве писательницы Памфилы, он родился около 470 г. до Р. Хр.; из слов же его биографа… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Θουκυδίδαις — Θουκυδίδης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θουκυδίδη — Θουκυδίδης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θουκυδίδην — Θουκυδίδης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θουκυδίδου — Θουκυδίδης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θουκυδίδῃ — Θουκυδίδης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek